- λογο-
- (AM λογο-)α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος, λογοπλόκος).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό λόγο-: λογοδιάρροια, λογοθέτης, λογοκλοπία, λογομάχοςαρχ.λογέμπορος, λογιατρεία, λογίατρος, λογογραφεύς, λογοδαίδαλος, λογοδεής, λογοθεώρητος, λογοθήρας, λογομάγειρος, λογομανώ, λογόμιμος, λογομύθιον, λογοπείθεια, λογοπλάθος, λογοποιός, λογοπραγμονώ, λογοπράκτης, λογοπράτης, λογοπώλης, λογοσκόπος, λογότροπος, λογοφίλης, λογόφιλοςαρχ.-μσν.λογοδιδάσκαλος, λογοειδής, λογολέσχης, λογοπραγώμσν.λογοαθετώ, λογοαφηγούμαι, λογοδότης, λογοθωπεία, λογοκήρυξ, λογοκινώ, λογοκολάκευμα, λογομάχομαι, λογοπλοκώ, λογοποτώ, λογοσοφία, λογοστρόφος, λογοσυλλεκτάδης, λογοσυνάκτης, λογοσυντυχία, λογοτερπής, λογοτιτρώσκομαι, λογοφόρος, λογοχαρής, λογοχαρικίζω, λογοχάριτοςμσν.- νεοελλ.λογοκοπώ, λογοτέχνηςνεοελλ.λογάριθμος, λογασθένεια, λογόγριφος, λογοδίνομαι, λογοκλόπος, λογοκόπος, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοπαίγνιο, λογοπαίκτης, λογοπεδικός, λογοπλάστης, λογοπλόκος, λογοσήμαδο, λογόσπασμος, λογόστεμα, λογοστεμένη, λογοτέχνημα, λογοτριβή, λογοτρίβημα, λογοφέρνω.
Dictionary of Greek. 2013.